Ο καπετάνιος γέρασε
και άραξε στο μόλο
και σκέφτεται τι κέρδισε
που `δε τον κόσμο όλο.
Που `δε στεριές και θάλασσες
του κόσμου τα λιμάνια
κι η πίκρα μόνο του `μεινε
και όχι η περηφάνια.
Γιατί δεν ξέρει στο στερνό
ταξίδι που θα πάει
αν θα βρει θάλασσα και γη
που τόσο αγαπάει.
Ο καπετάνιος έγειρε
βαρύς κι αποκοιμιέται
μες στ’ όνειρο σε θάλασσες
και πέλαγα πλανιέται.
Και κει ο χάρος έρχεται
του λέει να μπαρκάρει
κι ο καπετάνιος κλαίγοντας
του λέει να τον πάρει.
Γιατί δεν ξέρει στο στερνό
ταξίδι που θα πάει
αν θα βρει θάλασσα και γη
που τόσο αγαπάει.