Ήρθαν τα νέα στης πλατείας τα καθούμενα
κι άναψαν φουλ τις μηχανές τους άγριες φήμες
τους βρήκαν λέει αγκαλιασμένους χτες στα Σούρμενα
κάτω από δυο τσαλακωμένες καπαρντίνες
’’και τι να γύρευαν τα νειάτα ..με ρυτίδες’’;
Ο προκομένος λογιστής σε μιαν ανώνυμη
πενηνταεννιά και δυο παιδιά από πρώτο γάμο
κι η άχαρη είκοσι κοντή χοντρή κι ανώριμη
γίναν φουρνέλο σ’ ένα έρωτα μεγάλο
’’τί να σου πώ..πέφτω απ’ τα σύννεφα...τι διάολο’’;
Σα μικρά παιδιά να παίζουνε κρυφτό με τα φεγγάρια
στη καλή χαρά και τάβλι με λεμόνια αντί για ζάρια
σα μικρά παιδιά πυγολαμπίδες σφήνα στα σκοτάδια
με ακροβατικά στα σύννεφα να ρίχνουν παραγάδια.
Τριγύρω οι ’'ασχετοι ψιθύριζαν υπόγεια
μήπως της κάνει λογιστικά ιδιαιτέρως
μα πως ταιριάξαν τα Βριλήσσια με τα Ανώγεια
Καραμανλή αυτός κι η άλλη Παπανδρέου
’’μπορεί και μάγια να του κάνανε του γέρου.....’’
Φουγάρο σκέτο ο φίλος μα αυτή φταρνίζεται
ψώνιο για μπάλα εκείνος μα η μικρή σοπράνο
όταν μυρίζει ούζο η Ανθούλα πνίγεται
κι εκείνος τρέφει αλλεργία για το πιάνο
’’θα τρελαθώ αν πάνε μόνιμα στη Πάρο
να δεις που θά `χουνε και πρόβλημα μεγάλο
με έξη παιδιά εφτά σκυλιά και παπαγάλο
αυτή στα ώπα και εκείνος πλάϊ στο χάρο
και σούρτα φέρτα θα τη βρουν απ’ το κουμπάρο
μα αν δε μου καίγεται καρφί γιατί φρικάρω’’;