Κάποιο βραδάκι του Μαγιού,
μες τη χρονιά κρυμμένο
το πιο μονάχο της χρονιάς,
κι ίσως το πιο θλιμμένο,
την ώρα που ετοιμάζαν
να κοιμηθούν οι κλώνοι,
δίχως αιτία, ξαφνικά,
τρελάθηκε τ’ αηδόνι!
Πολλές φορές αναγερτοί
στον πλάτανο αποκάτου
ακούγαμε τις τρίλιες του
και τα πιπίσματά του
συχνά πάλι, γυρίζοντας
τις ώρες που βραδιάζει,
τ’ ακούσαμε, τις πιο γλυκές
στροφές του ν’ αραδιάζει:
μα εκείνη τη βραδιά,
σ’ εκείνο το πλατάνι,
τέτοιο τραγούδι ξόφρενο
ποτέ δεν είχε κάνει...
Κι όπως τραβούσα πάρωρα
στη μοναξιά του δρόμου,
αναπολώντας μυστικά
δεν ξέρω ποιον καημό μου,
πουλάκι του μεσονυχτιού,
πουλάκι της ερήμονυ,
ήρθ’ η φωνή σου, σύχαρα,
και πήρε την ψυχή μου...
Κι ήταν η νύχτα διάφανη,
κι έλαμπε αγάλια η πούλια
είχαν σωπάσει, από νωρίς,
τ’ άλλα τα νυχτοπούλια,
και μέσ’ απ’ τα άστρα τα νωθρά,
που φέγγαν σαν βελούδα,
όλ’ η νυχτιά, παθητικά,
σου φώναξε: Τραγούδα!
Κι ήμουν κι εγώ και σ’ άκουγα,
χωρίς να σε χορταίνω,
το βράδυ που τρελάθηκες
πουλάκι αγαπημένο...