Σ’ άδειας σκακιέρας τη γωνιά σαν μια σκιά
ο εφιάλτης σιωπηλά παραμονεύει,
της ερωμένης η ματιά σαν ξυραφιά
και του κενού η αγκαλιά που σαγηνεύει.
Οράματα δεν βρίσκω πια, δεν βλέπω,
απόλυτη ίδια μοναξιά με συντροφεύει,
νοήματα δεν βρίσκω πια, δεν έχω
κι ο εαυτος μου, στοργικά, με ρουφιανεύει.
Φτηνά και πρόστυχα φιλιά, άδεια κορμιά,
στα μπαρ ο θάνατος σκληρά με παζαρεύει,
τσιγάρα, μπύρες, καταχνιά, θολή ματιά
νιώθω, αργά μα σταθερά, να μου σαλεύει.
Οράματα δεν βρίσκω πια, δεν βλέπω,
απόλυτη ίδια μοναξιά με συντροφεύει,
νοήματα δεν βρίσκω πια, δεν έχω
κι ο εαυτος μου, στοργικά, με ρουφιανεύει,
με ρουφιανεύει, με ρουφιανεύει.