Την Κυριακή το δειλινό,
κορίτσι είκοσι χρονών,
στην εκκλησιά στέκει σκυφτή,
τον ουρανό παρακαλεί.
Πες μου κι Εσύ που 'σαι ψηλά, πότε θα 'ρθεί από μακριά,
με κρίνα κι άσπρα γιασεμιά, όρκο να δώσει μια καρδιά,
μπρος στην εικόνα,
πες μου κι Εσύ πού 'ν' το φιλί που 'δωσα κάποια ανατολή,
πήρε τον δρόμο στην καρδιά, ή στην ξανθή την αμμουδιά,
πλανιέται ακόμα, πες μου κι Εσύ. ( χ2)
Πες μου κι Εσύ, πες μου κι Εσύ...