Στης νιότης μου το καλοκαιράκι
πάνω που άραζα στην αντηλιά
έτρεξες σαν δροσερό νεράκι
και ξεδίψασα με δυο φιλιά
Λες κι είχα πέσει σε καταιγίδα
σαν σε μπουρίνι στο Θερμαϊκό
και ναυαγός σ’έρημη νησίδα
είμαι τώρα και παραμιλώ
Μες το λαβύρινθο το φιλιού σου
μ’έχεις ρίξει ανεπιστρεπτί
μα ο μινώταυρος της ψυχής σου
με τρομάζει και με απελεί
Δωσ’ μου το μίτο της Αριάδνης
κι άσε με να περιπλανηθώ
μες των χειλιών σου τις γλυκές ανταύγειες
να τρυπώσω δίχως να χαθώ
Με οδηγείς σαν πολιτικάντης
με διατάζεις όπως τη μαϊμού
κι ο έρωτας μου τυφλός σαν μάντης
στις παγίδες πέφτει του χρησμού
Φανατικός οπαδός του ρίσκου
στην περιπέτεια σ’ ακολουθώ
και τις τρελές σου αμαρτίες βρίσκω
να με θέλουν θύμα κι αυτουργό
Πρωταρχικά και εν κατακλείδι
Τζοάννα πρέπει να σε παντρευτώ
αφού την έχω πατήσει ήδη
έλα λοιπόν μη χάνουμε καιρό
Και μπρος να βάλουμε και μην αργούμε
μια στρατιά να κάνουμε παιδιά
κι ευτυχισμένοι μαζί ας πούμε
χαίρε ω! χαίρε ελευθεριά