Από καιρό μουρμούριζες
πως είν’ ο κόσμος σκάρτος
κι ο άνθρωπος παλιόρουχο
μπαλώματα γεμάτος.
Προχτές τα ξημερώματα
τα μάτια σου τα μαύρα
σαν ήλιοι χαμηλώσανε
και πια δεν τα ξανάδα.
Φορούσες το σακάκι σου
με τα μεγάλα πέτα,
φαρμακωμένος πέρναγες
χωρίς να πεις κουβέντα.
Этот текст прочитали 287 раз.