Κώστας Ρούκουνας, Σαμιωτάκι - Ε, ρε ντουνιά προδότη Тексты

Στην ταβέρνα το βράδυ ένας νιός
τραγουδάει και κλαίει ο φτωχός,
στο ποτήρι του στάλα δεν αφήνει,
αχ, τι μεράκι να έχει κι όλο πίνει.

Ο παλιόκοσμος όλος τον γελά,
τον πειράζουν μα ’κείνος δε μίλα
και θλιμένος λέει στον ταβερνιάρη,
αχ, πιάσ’ ακόμα Μήτσ’ απο το γιοματάρι.

Μα ένα βράδυ που θύμωσε ο νιός,
το ποτήρι του σπάζει σαν τρελός
και φωνάζει, ε ρε ντουνιά προδότη,
αχ, δε λυπάσαι την όμορφη τη νιότη.

Γιατί πίνω και κλαίγω και γελώ,
με νομίζουνε όλοι για τρελό,
μα κανείς δε ρωτά το γιατί πίνω,
αχ, στη φτωχή μου καρδιά τι πίκρες δίνω.

Στο χωριό μου παντρεύτηκα κι εγώ,
μα δεν πρόφτασα γυναίκα να χαρώ,
οι εχθροί μου με βάλανε στα λόγια
αχ και μια νύχτα τη σκότωσα τη δόλια.

Τίποτ’ άλλο δεν έχω να σας ‘πω,
αυτό είναι το μαύρο μυστικό
και γυρεύω τα μάτια μου πριν κλείσω,
αχ, με κρασάκι τη φλόγα μου να σβήσω.
Этот текст прочитали 380 раз.