Λυγίσαν τα κλωνάρια μου
στη γης και μαραθήκαν,
κι όσα πουλιά καθότανε,
όλα μ’ απαρνηθήκαν.
Στη βρύση πάω για νερό
να πάρω η καημένη,
όμως στερεύει πριν να πιω
και φεύγω διψασμένη.
Οι λύπες και οι συμφορές
τα σωθικά μου καίνε
κι όπου να πω τον πόνο μου
κλαψ’ τα καλέ, μου λένε.