Το θρόισμα του ανέμου όσο αργεί
πνιγόμαστε σ’ απύθμενο σκοτάδι
οι κάμποι μας δεν έχουνε σοδειά
και η γνώση μας μουγκά παιδιά γεννάει
Μα όσοι από ορμή νεανική
την άνοιξη με το αίμα τους πληρώνουν
κι ενώ οι άλλοι νιώθουμε γυμνοί
με μιαν παλιά αγάπη ανταμώνουν
Σαλπάραν με την αύρα τη λεπτή
τους ραίνουν ανοιξιάτικες σταγόνες
η θάλασσα τους πλένει το κορμί
κι η γη τους στεφανώνει μ’ αμπελώνες