Ξυπνάει ο θεός μια μέρα ζεστή
φωνάζει το γιο του του λέει στ’ αυτί
φέρε αμέσως ένα κάδο γεμάτο
να βρέξω να πνίξω τους αποκάτω.
Μου τη σπάνε οι κάτω πολύ
δε μ’ αφήνουν να βγω στη TV
Μου τη σπάνε οι κάτω πολύ
θα τους πνίξω να βγω στο γυαλί
Το σκέφτεται καλά αν δε μείνει κανείς
χωρίς τα κορόιδα τι θα γίνουμε εμείς
το Νώε φωνάζει που ναι θύμα πιστό
τον βάζει να φτιάξει τη κιβωτό
Και να σώσει τα ζώα σε ζευγάρια
τους δικούς του που ήτανε μοσχάρια
τη γυναίκα του τα δυο του τα παιδιά
κολυμπάτε κορόιδα και άντε γεια
Μα ο κύριος φορτωμένος με στρες
γουστάρω φωνάζει διακοπές
του Νώε λέει να τον πάρει μαζί
μα λέει η κυρά Νώε που ναι λίγο χαζή...
Κύριέ μου που να βρούμε θέση
Η μορφή σου σε ποιο χώρο να χωρέσει
Μη σε νοιάζει κυρά Νώε λέει ο θεός
έχετε κύριο που ναι διττός
εγώ με τα ζώα θα κάτσω εδώ
ευκαιρία για μένα τη ζωή τους να δω
Μα εκεί μέσα η κατάσταση βρωμάει
και ο μάγκας ο θεός τη πατάει
στριμωγμένος μες των ζώων τις αρίδες
του τη δίνει και φτιάχνει κατσαρίδες