Τόπος νεκρών, άκουσμα ζώντων
μιαν ιστορία θα σας πω
όπου την έζησα στον Άδη
λιγάκι πριν αναστηθώ
Χρόνια νεκρός, αιώνες στο σκοτάδι
κι ούτε που ξέραμε ποιος είναι ο διπλανός μας
και ξάφνου προς το μεσονύχτι
ένα μεγάλο φως τη νύχτα τη σκορπίζει
Και βλέπω δίπλα μου τους Πατριάρχες
που βγάζανε κραυγές χαράς
και βλέπω και τον Ησαΐα
και βλέπω ακόμα τον Αδάμ
να λούζονται στα φώτα
και να μιλάνε δυνατά
Να λεν το φως πως το `στειλε ο Πατέρας
έχει σταλεί από το Γιο
και από το Άγιο Πνεύμα
και να! που φτάνει ο ασπρομάλλης
και τον ρωτάν ποιος είναι να τους πει
"Ο Ιωάννης είμαι εγώ"
τους λέει ο προφήτης
"ο έσχατος των προφητών
αυτός που έχει ετοιμάσει
όλην ετούτη τη γιορτή
που `ρθαν τα πάνω κάτω
Γιατί σαν μεταξύ μας
έρχεται ο Ζωοδότης
ο Ιησούς, ο Γιος Θεού
εμέ βαφτιστικός μου
να ξαναδώσει τη ζωή
νικώντας πια τον Άδη"
Έτσι καθώς καθόμαστε
έκθαμβοι από το θάμα
κι όταν αναστηθήκαμε
και βλέπει ο εις τον άλλο
"Για πες μας, Σηθ, διηγήσου μας
εξήγα στους Πατέρες
σαν πέθαινα πού σ’ έστελνα
κι εσύ εκεί τι βρήκες"
"Στην πόρτα του Παράδεισου
έφτασα κάποιο δείλι
και ζήτησα απ’ το Θεό
να στείλει άγγελό του
να μ’ οδηγήσει στο δεντρί
της ελεημοσύνης
να κόψω ένα κλαράκι του
και δυο απ’ τους καρπούς του
να φτιάξω λάδι και μ’ αυτό
ν’ αλείψω το γονιό μου
να γιάνει τ’ άμοιρο κορμί
απ’ τη βαριάν αρρώστια"
Κουνάει ο άγγελος αργά
την ώρια κεφαλή του
και λέει: "Το λάδι που ζητάς
κανένας δεν το έχει"