Θανάσης Παπακωνσταντίνου - Το ματσιφτάρι Lyrics

Όσα σπυριά `χει ο πλαλτός
όπου χωράει στη γκούμπζα
τόσο στο μάτσεμα εύκολος
πέρασα δεν ακούμπ’ σα.

Πισπίλη είχα δύστροπο
που πάθαινε λουμπάγκο
γιατί συνέχεια μάνευα
γαβρί και νταλαμάγκο.

Όμως μια γκρέντζω πονιτ’ κή
που τσιούλ’ τσε τι τραβούσα
ξεχώθ’ κε έναν καλόγερο
στο κούφιο π’ αγρυπνούσα.

«Λαγέ μ’ να πεις στη μάνα σου
ν’ ανάψει μια τζιαμάλω
να φτιάξει μια μελαχρινή
ζιούμπενα δίχως άλλο

Μόνος να τη φχαριστηθείς
μόνος να τη μανέψεις
κι τ’ άλλο γιόκα μ’ το πρωί
σίγουρα θα ματσέψεις».

Κι όπως τα είπε γένηκαν
κι αφού `γινα μουσκίδι
το βγαλα ένα μονάχο του
βαρύ σαν το μολύβι.

Απ’ της χαράς τα κλάματα
με πήρανε κι οι γκντάμες
σαν το `μαθε κι ο κούρκουλας
βαράει τις καμπάνες.

Λέφτερος πια ήμουν κι έμορφος
κι γρήγορα την πάτ’ σα
γνώρισα και παντρεύτηκα
μι’ αγκίδα που `χε τσιάτσια.

Ευθύς μετά τα στέφανα
και βάλτσαμε ντισέρι
κι πήγαμε όπως όλοι σας
ταξίδι σ’ άλλα μέρη.

Σ’ έν’ απ’ αυτά είχε θάλασσα
κι μι ήρθε να βουτήξω
με το συντρόφι ρίχνομαι
τον πάτο για ν’ αγγίξω.

Γυαλίζω τσ’ άλλους και κουνώ
διγκράνια κι αγωγιάτες
μα ξάφνου νιώθω έν’ άγγιγμα
πίσω κει δα στις πλάτες.

Μία φωνούλα με καλεί
«Αφέντη μ’ , παλληκάρι μ’ »
γυρνώ και βλέπω `λόιρα
κλώθει το ματσιφτάρι μ’ .
This lyrics has been read 399 times.