Και κάνανε και κάνανε και κάνανε κρεβάτι τους
το χώμα το βρεγμένο
την πέτρα μαξιλάρι τους σα να `ταν η αγάπη τους
σε χώμα ματωμένο
Κοιμήθηκαν με τη βροχή σφιχτά αγκαλιασμένοι
ό,τι `χαν τώρα το `χασαν, τίποτ’ άλλο δεν μένει
- η νύχτα, η πίκρα, η προσφυγιά και κάπου κει σε μι’ άκρη
να είναι τάχα αυτό δροσιά το πικραμένο δάκρυ.
Φυτέψανε, φυτέψανε, φυτέψανε την απελπισιά
στο χώμα τ’ αγιασμένο
δεντρί να γίνει η ξαστεριά δεντρί να γίνει η λευτεριά
σε χώμα ματωμένο.
Κοιμήθηκαν με τη βροχή σφιχτά αγκαλιασμένοι
ό,τι `χαν τώρα το `χασαν, τίποτ’ άλλο δεν μένει
- η νύχτα, η πίκρα, η προσφυγιά και κάπου κει σε μι’ άκρη
να είναι τάχα αυτό δροσιά το πικραμένο δάκρυ.