Φύλλα του Οκτώβρη μάζεψα, αρώματα απ’ το δείλι,
μ’ αγιόκλημα παρθενικό τα `πλεξα ένα στεφάνι
κι ήρθα στην πρώτη τη βροχή να σμίξουμε σαν φίλοι,
μα ως σ’ άγγιξα, ξεκίνησε ουράνιο καραβάνι.
Άνοιξα το παράθυρο, αντίκρισα εσένα,
αγαπημένη ελπίδα μου, να λούζεσαι στο φως,
αγνάντια εκείνη η θάλασσα, κύματα αγριεμένα,
μα όλο λιγόστευε μπροστά στα μάτια μου ο Θεός.