Τις σκοτούρες μου φορτώνω και κινώ
ένα ήχο έπιασα στην πόλη μ’ αυτόν σου τραγουδώ.
Ήσυχος να μείνω μόνος στο τραπέζι ν’ ακουμπώ
ή να πέσω να πλαγιάσω μήπως κι αποκοιμηθώ.
Κανείς δεν μ’ αγαπά, δε με καταλαβαίνει
τι να `ναι αυτό άραγε που με παίρνει.
Τις σκοτούρες μου φορτώνω και κινώ
ένα ήχο έπιασα στην πόλη μ’ αυτόν σου τραγουδώ.
Τις ανάγκες μου όλες τις ξεχνώ
κι ότι μέσα μου συμβαίνει ντρέπομαι μα θα στο πω.
Νιώθω να `χω μεγαλώσει αυτή τη νύχτα πιο πολύ
την καρδιά μου έχει κόψει σαν μαχαίρι η προσμονή.