Ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη πλατεία
οι στοιχειωμένες καρδιές τους γκρεμισμένη εκκλησία
αντεάρ, αντεάρ
Όσα δεν φτάνουν τα μπράτσα η προσβολή τα τσακίζει
η ζωή όταν σκέφτονται η ζωή μου θα τρίζει
αντεάρ, αντεάρ
Πόσο δίκαιη εξουσία ζυγίζει ότι έχει ο καθένας
όταν ο μόνος πόνος που αντέχει είναι ο πόνος ο ξένος
Φχαριστιέται με αιτίες τιποτένιες της καρδιάς μας το μίσος
το δαγκωμένο ουρλιαχτό κάποιου σκύλου για μιας σκιάς τα σκουπίδια
Φχαριστιέται με λίγο αίμα τυχαίο που θα δει στις ειδήσεις
μ’ ένα πιάτο στρωμένο που απόψε κανείς δεν θ’ αγγίξει
Και η κάθε μπιστολιά στον αέρα μια ικεσία στη μοίρα
Τι να κρύβουν οι γυναίκες που σκυμμένες κεντάνε
αυτοί οι λεκέδες του πένθους που το πάθος ξεχνάνε
αντεά, αντεά
Με μια ελπίδα στο στήθος σαν σημαία σκισμένη
απ’ τα σκέλια τους ως το φιλί χρεωμένη
αντεά, αντεά
Μια ντροπή που ιδρώνει τα δάχτυλα σαν γλιστρούν σ’ άλλα χέρια
δεν μπορεί θα υπάρχει ένας τρόπος να ζεις δίχως φόβο
Μια βιασύνη που βραχνιάζει τα μάτια σαν κοιτούν άλλα μάτια
για να δουν πως δεν είναι αυτό αγάπη μα μίσος ξεθυμασμένο
Και έτσι πάντα τους λάκκους που ανοίγουμε τους φτυαρίζει η εξουσία
Λες και η έχθρα που νιώθουμε είναι αντίδοτο στη συμφορά μας
στου καιρού το αφόρητο πείσμα να θάβει τα όνειρά μας
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών στη πλατεία
οι στοιχειωμένες καρδιές μας γκρεμισμένη εκκλησία