Το φως να παίρνει την ματιά ο χώρος τα όνειρά σου
και τα νερά του ποταμού να σε τραβάν μακριά
ότι κι αν ονειρεύτηκες να φεύγει από κοντά σου
να απλώνεις μα τα χέρια σου να πέφτουνε βαριά
Και τι δε μου `χες ορκιστεί και τι δε μου `χες τάξει
μα τώρα η απουσία μου σε κάνει και ξεχνάς
δέσε καλά τις μαγικές στιγμές μας με μετάξι
και φώτισε τον ουρανό σχήμα της μοναξιάς
Χωρίς πνοή χωρίς ματιά μόνο με τα όνειρά μου
με τρόχισαν οι άνεμοι που πάντα κυνηγώ
αυτοί που με ορίζουνε αυτοί που με πετάνε
αυτοί που με τινάζουνε στον τοίχο στο κενό
Κορμί που σχίζεται στα δυο στα βράχια του αοράτου
μνήμες θολές και μια γλυκιά λήθη της λησμονιάς
στης μοναξιάς τον κόκκινο από αίμα πίδακα του
που ξεπετάγεται σαν φως που φέγγει της στεριάς
Το μαγικό στου φεγγαριού ονειροπόλημα σου
το `χεις ξεχάσει κι είν’ αργά καιρός να κοιμηθείς
με κάποιον που δεν τον χωρά η μαγική αγκαλιά σου
τις ώρες που περάσαμε μαζί θα μοιραστείς
Μα εγώ πονώ για σένανε και σιωπηλά υποφέρω
μήπως τα μάτια που αγαπώ δακρύζουν στα κρυφά
τι κι αν με πούλησες φτηνά μια νύχτα και το ξέρω
κάθε στιγμή σε φέρνω εδώ κοιτώντας τα νερά
Χορεύεις με τις μνήμες σου πετάς με τα όνειρά σου
αρχαίου δράματος χορός περνάς στην αγορά
πετάς τα ρούχα σου γυμνός αγγίζεις την χαρά σου
φωτίζεις μόνο μια στιγμή και ζεις για μια φορά