Το καλοκαίρι σαν φίλος χτυπάει την πόρτα μου
και απ’ το χέρι με παίρνει η ζωή για τη βόλτα μου.
Νόμιζες πως τα κατάφερες μα, να, που έζησα…
Όλα τα τραύματα και τα φιλιά σου τα έσβησα.
Πέφτω στη γη και σηκώνομαι.
Βγαίνω ξανά στο δρόμο.
Ψάχνω γι’ αυτό που σκοτώνομαι,
ψάχνω και το σκοτώνω.
Θέλει καθένας το χρόνο του.
Κοίτα… Μοιάζει με φάρσα,
δάκρυ που με τ’ οξυγόνο του
παίρνει το γέλιο ανάσα.
Πάω εκεί που με πάει η καρδιά ως το χάραμα
και όπου φτάνω, τη δίνω μετά σαν αντάλλαγμα.
Νόμιζα πως αν σε χάσω, κι εγώ, πάει… χάθηκα…
μα ευτυχώς να που πάλι στα πόδια μου στάθηκα…